συζώ — συζῶ, άω, ΝΑ ζω μαζί με κάποιον στο ίδιο οίκημα, συμβιώνω, συγκατοικώ νεοελλ. ζω με άτομο τού αντίθετου φύλου ως ανδρόγυνο χωρίς να είμαι νόμιμος ή νόμιμη σύζυγος αρχ. ζω μαζί με άλλον στην ίδια κοινωνία («τίς... τῶν οὐκ ὁρθῶν πολιτειῶν τούτων… … Dictionary of Greek
συζώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συζώ — συζούσα, συνέζησα, ζω με κάποιον άλλο στο ίδιο σπίτι: Συζούν πολλά χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
προσύνειμι — Α συζώ με κάποιον προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + σύνειμι (ΙΙ) «συναναστρέφομαι, συζώ» (< εἰμί)] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
ομοζωώ — ὁμοζωῶ, έω (Α) [ομόζωος] ζω μαζί με κάποιον, συζώ … Dictionary of Greek
ομορέω — ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) [όμορος] 1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω 2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ.… … Dictionary of Greek
συγκαταγηράσκω — Α συζώ με κάποιον μέχρι τα γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταγηράσκω «γίνομαι πολύ γέρος»] … Dictionary of Greek
συγκαταζώ — άω, Α ζω μαζί με άλλον, συζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταζῶ «περνώ ολόκληρη τη ζωή μου»] … Dictionary of Greek